- φαρμακωνίτις
- Α(κυρίως φρ.) «Φαρμακωνῑτις Ἀνδρομάχου βίβλος» — τίτλος έργου τού Ανδρομάχου, αλλ. «Φαρμακίτιδες βίβλοι» (Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον / φαρμακών + επίθημα -ῖτις (πρβλ. γυναικών: γυναικων-ῖτις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek